2019/09/25

Ο ήχος;  των δακρύων.






Βράδυ αρχές του Ιουνίου στο Θησείο.
 Μπαίνω τρέχοντας στο βαγόνι του μετρό, αργά αλλά πολύς ο κόσμος.
 Δίπλα μου ένας νεαρός αφρικανός με εκείνη την καρώ πλαστική τσάντα στην πλάτη του που ποιός ξέρει τί είχε μέσα, το εμπόρευμα του που μέχρι πριν λίγο θα είχε απλωμένο σε κάποιο πεζούλι.
Μπροστά μας μια γυναίκα με σκυφτό το κεφάλι, εγώ και νεαρός με την πλάτη στην πόρτα εκείνη προς εμάς γυρισμένη. Φασαρία πολλή, μιλάνε οι άνθρωποι μεταξύ τους , ο θόρυβος του τρένου…
Το κατάλαβα λίγα λεπτά μετά, η γυναίκα έκλαιγε.
 Σιγανά, με εκείνη την αναπνοή την διακεκομμένη, με ένα ελαφρό τρεμούλιασμα στους ώμους της. Δεν σήκωσε το κεφάλι της καθόλου, έκλαιγε σιωπηλά και είδα τα δάκρυα να κυλάνε πάνω στα μάγουλα της.  Μια δυό φορές τα σκούπισε με την παλάμη της, μετά τα άφησε έτσι.
 Κοίταξα τον νεαρό, την κοίταζε κι εκείνος.
Μπήκε κι άλλος κόσμος στην Ομόνοια ήρθαμε ακόμα πιο κοντά.
Το μάγουλο της δίπλα μου, έβλεπα τα δάκρυα να κυλάνε και να στέκονται για λίγο στο πηγούνι της και μετά τα ακολούθησα με το βλέμμα μου στην κάθοδο τους, στο πάτωμα του βαγονιού, στο πόδι του νεαρού που φορούσε σαγιονάρες. Τράβηξε το πόδι του σαν κάτι να τον έκαψε.
 Και αυτά τα δευτερόλεπτα που έβλεπα την πτώση των δακρύων ήταν σαν να μην υπήρχε άλλος ήχος στο βαγόνι, παρά μια απέραντη σιωπή, κι εγώ να μπορούσα να ακούσω τον ήχο των δακρύων καθώς έπεφταν.
Μπορούσα;
Κατέβηκα στην Βικτώρια, Εκείνη έμεινε πίσω στο βαγόνι κλαίγοντας σιωπηλά.


 * * *
Στην φωτογραφία, πίνακας του Δήμου Σκουλάκη, που τον φωτογράφησα στο Μουσείο Μπενάκη στην έκθεση-αφιέρωμα στον καλλιτέχνη με τον τίτλο "Δήμος Σκουλάκης ο μεγάλος αντιφατικός".









2019/08/29

Ένας ποιητής μέσα στο σφαγείο.

Άλλο βιβλίο έψαχνα και έπεσα πάνω στην συλλογή ποιημάτων του Χ. Λ.



Στις αρχές της δεκαετίας του '80 δούλευα στο λογιστήριο ενός πτηνοτροφείου, ο Χ. ήταν προιστάμενος στο σφαγείο.
Όμορφο παληκάρι, ψηλό, αδύνατο με μακρυά μαλλιά που τα έπιανε πίσω. Γύρω στα 27 του τότε, παντρεμένος με δύο παιδιά και περίμενε το τρίτο. Μεγάλος έρωτας, μεγάλες υποχρεώσεις.
Είχε σπουδάσει κάτι άλλο, αλλά βρέθηκε να δουλεύει εκεί. Το μεγάλο αφεντικό ήταν συγγενής της γυναίκας του.

Κάθε πρωί με την άσπρη ρόμπα του επέβλεπε τον "αποκεφαλισμό" των πτηνών, μετά όλες τις εργασίες μέχρι το μεσημέρι να είναι έτοιμα και βαλμένα στα τελάρα τους για να μπουν στο φορτηγό ψυγείο και να πάνε στα καταστήματα.
Τα μεσημέρια τον θυμάμαι με τις γαλότσες τις ψηλές μέχρι το  γόνατο να καθαρίζει μαζί με τους άλλους το δάπεδο και τα μηχανήματα από τα αίματα και τα πούπουλα. Έβγαζε την ρόμπα βρώμικη και ματωμένη.
Εγραφε ποιήματα, είχε εκδώσει ήδη δύο συλλογές.
Μου τις χάρισε και τις δυό. Δεν μπορώ να βρω την μία... ελπίζω να μην την έχω χάσει σε κάποια μετακόμιση.



 Μιλούσαμε, είχε όνειρα, ήθελε να κάνει πολλά πράγματα, ήθελε να φροντίσει την οικογενειά του,
συνέχιζε να γράφει ποιήματα.

Τα καλοκαίρια που τα τζάμια στο λογιστήριο ήταν ανοιχτά, ακούγαμε τις φωνές των πουλερικών που ήταν στην αλυσίδα  της σφαγής... Τα πιο πίσω έβλεπαν τι πάθαιναν τα μπροστινά και φώναζαν.
Ακόμα το θυμάμαι... και εκείνη την μυρωδιά από το αίμα... (τα κτίρια ήταν δίπλα δίπλα)

Ο Χ. είχε πάντα μια θλίψη στο βλέμμα.





Έμεινα δυόμισυ χρόνια εκεί. Δεν ξαναείδα τον Χ.
Το πτηνοτροφείο έχει κλείσει εδώ και χρόνια.
Τον έψαξα διαδικτυακά αλλά δεν βρήκα κάτι, ούτε κάποιο βιβλίο με το όνομα του.
Ούτε τηλέφωνο. Έτσι δεν έχω την άδεια του να γράψω το όνομα του και να  ανεβάσω και άλλα ποιήματα του.
Μόνο τον τίτλο από το βιβλίο του "Λιποτάκτες", και 3 μικρά ποιήματα.





Καλέ μου Χ. εύχομαι να είσαι καλά, όπου κι αν είσαι, ό,τι κι αν κάνεις.
Ελπίζω να γράφεις πάντα ποιήματα έστω κι αν δεν τα δημοσιεύεις.
Ελπίζω πάντα να βρίσκεις τρόπους να δραπετεύεις από το σφαγείο της καθημερινότητας.
Σε θυμάμαι πάντα με αγάπη.
*  *


2019/06/25

Το αλφαβητάρι της ζωής μου.


Όταν ήμουν μικρή πριν ακόμα πάω στο σχολείο, ήθελα να μάθω να διαβάζω.
 Ήθελα να διαβάζω μόνη μου τα παραμύθια και τις ιστορίες που μου διάβαζε η μαμά και ο μπαμπάς, να τις ξαναδιαβάζω όσες φορές ήθελα. Και τα άλλα βιβλία που υπήρχαν σπίτι, ήθελα να μπορώ να τα διαβάζω όλα.
Οι ιστορίες με μάγευαν, ακόμα με μαγεύουν.

Ο μπαμπάς προσφέρθηκε να με μάθει  τα γράμματα, να τα γράφω και να τα προφέρω.
Μα η μαμά είχε τις αντιρρήσεις της,
 -Πρέπει να μάθει και να κεντάει, και να ράβει! Αν παίζει την μισή μέρα και μετά γράφει ή διαβάζει πότε θα τα μάθει όλα αυτά που χρειάζονται σε ένα κορίτσι;;;

Βάλαν κάτω το μυαλουδάκι τους και έκαναν έναν συνδυασμό.

Ο μπαμπάς έκοβε την βάση από το πακέτο των τσιγάρων του, έγραφε επάνω το κάθε  γράμμα κι εγώ έπρεπε να το κεντήσω! ναι! με μια συγκεκριμένη βελονιά, νομίζω αυτή είναι η ριζοβελονιά.
Έτσι θα μάθαινα τα γράμματα και  μέχρι να τελειώσει το αλφάβητο θα είχα μάθει και την βελονιά.
Σατανικό;

Μου ήταν αφόρητο ζόρι το ράψιμο, και το κέντημα αργότερα, μετά τα εκτίμησα βέβαια, πολύ μετά.
 Αλλά όσο εγώ έραβα τα γράμματα με ριζοβελονιά και η Κατερίνα έπαιζε σαν την καλή χαρά έξω,  ζούσα μια κόλαση!

Αχ...


Τώρα 54 χρόνια που ο μπαμπάς έχει φύγει και τα καρτελάκια με τα ραμμένα γράμματα είναι Πολύτιμα για μένα. Με τα χέρια του έκοψε τα πακέτα, έγραψε το κάθε γράμμα, με επέβλεπε.
Με έμαθε  να γράφω κι επιτέλους αφού έμαθα και τους διφθόγγους που πολύ δύσκολοι μου είχαν φανεί, διάβαζα μόνη μου! τα πάντα όλα, και εφημερίδες που δεν καταλάβαινα τίποτα από το νόημα, αλλά διάβαζα και έγραφα!
Και έμαθα και την ριζοβελονιά να είναι ήσυχη και η μαμά! το κορίτσι της θα ξέρει και να ράβει!

Αυτό λοιπόν το πρώτο μου αλφάβητο, είναι το αλφάβητο της ζωής μου.

Ήθελα να φτιάξω την λέξη αγάπη  αλλά  έχω μόνο μία φορά το κάθε γράμμα, έτσι βγήκε η ΖΩΗ.







 Μια μολυβιά που ξέφυγε από το μπλε  στυλό του μπαμπά στην μέση του Ω.







 Η πίσω μεριά του Α, με την ταινία για τους φόρους και την τιμή του πακέτου, 5 δραχμές!








Στο δικό μου χέρι τα καρτελάκια, τόσα χρόνια μετά σαν να βρίσκω μια επαφή με τα χέρια του μπαμπά.

Α... το Υ κάπου χάθηκε μέσα στα χρόνια δεν το έχω πια.